- νυφιάτικος
- -η, -ο1. νυφικός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νυφιάτικαα) η ενδυμασία τής νύφης, το νυφικόβ) τραγούδια που λέγονται κατά την ημέρα τού γάμου3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) με τρόπο που αρμόζει σε νεόνυμφο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύφη + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. γαμπρ-ιάτικος, χειμων-ιάτικος)].
Dictionary of Greek. 2013.