νυφιάτικος

νυφιάτικος
-η, -ο
1. νυφικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νυφιάτικα
α) η ενδυμασία τής νύφης, το νυφικό
β) τραγούδια που λέγονται κατά την ημέρα τού γάμου
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) με τρόπο που αρμόζει σε νεόνυμφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύφη + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. γαμπρ-ιάτικος, χειμων-ιάτικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επινυμφίδιος — ἐπινυμφίδιος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για νύφη, νυφικός, νυφιάτικος …   Dictionary of Greek

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

  • νυφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νύφη, αλλ. νυφιάτικος: Νυφικό φόρεμα. 2. αυτός που ανήκει στους νιόπαντρους: Νυφικό κρεβάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”